ἐπίσταθμος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπίσταθμος | τὸ | ἐπίσταθμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιστάθμου | τοῦ | ἐπιστάθμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιστάθμῳ | τῷ | ἐπιστάθμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπίσταθμον | τὸ | ἐπίσταθμον | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίσταθμε | ἐπίσταθμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπίσταθμοι | τὰ | ἐπίσταθμᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἐπιστάθμων | τῶν | ἐπιστάθμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιστάθμοις | τοῖς | ἐπιστάθμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιστάθμους | τὰ | ἐπίσταθμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἐπίσταθμοι | ἐπίσταθμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιστάθμω | τὼ | ἐπιστάθμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιστάθμοιν | τοῖν | ἐπιστάθμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ἐπίσταθμος, -ος, -ον
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐπίσταθμος | οἱ | ἐπίσταθμοι |
| γενική | τοῦ | ἐπιστάθμου | τῶν | ἐπιστάθμων |
| δοτική | τῷ | ἐπιστάθμῳ | τοῖς | ἐπιστάθμοις |
| αιτιατική | τὸν | ἐπίσταθμον | τοὺς | ἐπιστάθμους |
| κλητική ὦ! | ἐπίσταθμε | ἐπίσταθμοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιστάθμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιστάθμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ἐπίσταθμος αρσενικό
Συγγενικά
- ἐπίσταθμα
- ἐπισταθμία
Πηγές
- ἐπίσταθμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπίσταθμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.