ἐπίσταθμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐπίσταθμος < ἐπί- + σταθμός

Επίθετο

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐπίσταθμος τὸ ἐπίσταθμον
      γενική τοῦ/τῆς ἐπιστάθμου τοῦ ἐπιστάθμου
      δοτική τῷ/τῇ ἐπιστάθμ τῷ ἐπιστάθμ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐπίσταθμον τὸ ἐπίσταθμον
     κλητική ! ἐπίσταθμε ἐπίσταθμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐπίσταθμοι τὰ ἐπίσταθμ
      γενική τῶν ἐπιστάθμων τῶν ἐπιστάθμων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐπιστάθμοις τοῖς ἐπιστάθμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐπιστάθμους τὰ ἐπίσταθμ
     κλητική ! ἐπίσταθμοι ἐπίσταθμ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐπιστάθμω τὼ ἐπιστάθμω
      γεν-δοτ τοῖν ἐπιστάθμοιν τοῖν ἐπιστάθμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἐπίσταθμος, -ος, -ον

  1. ο φρουρός μιας πύλης
  2. υπεύθυνος ενός συμποσίου

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐπίσταθμος οἱ ἐπίσταθμοι
      γενική τοῦ ἐπιστάθμου τῶν ἐπιστάθμων
      δοτική τῷ ἐπιστάθμ τοῖς ἐπιστάθμοις
    αιτιατική τὸν ἐπίσταθμον τοὺς ἐπιστάθμους
     κλητική ! ἐπίσταθμε ἐπίσταθμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιστάθμω
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιστάθμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἐπίσταθμος αρσενικό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.