ἐπισταθμία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἐπισταθμίᾱ | αἱ | ἐπισταθμίαι |
| γενική | τῆς | ἐπισταθμίᾱς | τῶν | ἐπισταθμιῶν |
| δοτική | τῇ | ἐπισταθμίᾳ | ταῖς | ἐπισταθμίαις |
| αιτιατική | τὴν | ἐπισταθμίᾱν | τὰς | ἐπισταθμίᾱς |
| κλητική ὦ! | ἐπισταθμίᾱ | ἐπισταθμίαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπισταθμίᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐπισταθμίαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἐπισταθμία < ἐπίσταθμ(ος) + -ία
Πηγές
- ἐπισταθμία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐπισταθμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.