αρωγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρωγός οι αρωγοί
      γενική του αρωγού των αρωγών
    αιτιατική τον αρωγό τους αρωγούς
     κλητική αρωγέ αρωγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αρωγός < αρχαία ελληνική ἀρωγός, χρήσιμος, ωφέλιμος < ἀρήγω, βοηθώ

Ουσιαστικό

αρωγός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.