ἑστηκώς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἑστηκώς | ἡ | ἑστηκυῖᾰ | τὸ | ἑστηκός |
| γενική | τοῦ | ἑστηκότος | τῆς | ἑστηκυίᾱς | τοῦ | ἑστηκότος |
| δοτική | τῷ | ἑστηκότῐ | τῇ | ἑστηκυίᾳ | τῷ | ἑστηκότῐ |
| αιτιατική | τὸν | ἑστηκότᾰ | τὴν | ἑστηκυῖᾰν | τὸ | ἑστηκός |
| κλητική ὦ! | ἑστηκώς | ἑστηκυῖᾰ | ἑστηκός | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἑστηκότες | αἱ | ἑστηκυῖαι | τὰ | ἑστηκότᾰ |
| γενική | τῶν | ἑστηκότων | τῶν | ἑστηκυιῶν | τῶν | ἑστηκότων |
| δοτική | τοῖς | ἑστηκόσῐ(ν) | ταῖς | ἑστηκυίαις | τοῖς | ἑστηκόσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | ἑστηκότᾰς | τὰς | ἑστηκυίᾱς | τὰ | ἑστηκότᾰ |
| κλητική ὦ! | ἑστηκότες | ἑστηκυῖαι | ἑστηκότᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἑστηκότε | τὼ | ἑστηκυίᾱ | τὼ | ἑστηκότε |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑστηκότοιν | τοῖν | ἑστηκυίαιν | τοῖν | ἑστηκότοιν |
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυκώς' όπως «λελυκώς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ἑστηκώς, -υῖα, -ός
- μετοχή ενεργητικού παρακειμένου (ἕστηκα) του ρήματος ἵστημι με παθητική σημασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.