Ἀλεξάνδρεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἀλεξάνδρει αἱ Ἀλεξάνδρειαι
      γενική τῆς Ἀλεξανδρείᾱς τῶν Ἀλεξανδρειῶν
      δοτική τῇ Ἀλεξανδρεί ταῖς Ἀλεξανδρείαις
    αιτιατική τὴν Ἀλεξάνδρειᾰν τὰς Ἀλεξανδρείᾱς
     κλητική ! Ἀλεξάνδρει Ἀλεξάνδρειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἀλεξανδρεί
γεν-δοτ τοῖν  Ἀλεξανδρείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀλεξάνδρεια < αρχαία ελληνική Ἀλέξανδρ(ος) + -εια

Κύριο όνομα

Ἀλεξάνδρεια θηλυκό

Εκφράσεις

άλλες πόλεις του Αλέξανδρου «Αλεξάνδρειες», όπως ενδεικτικά:

  • Ἀλεξάνδρεια ἡ ἐν Ἀρείοις (στο Αφγανιστάν)
  • Ἀλεξάνδρεια ἡ ἐν Παροπανισάδαις / Ἀλεξάνδρεια ἡ πρὸς τῷ Καυκάσῷ (στο Αφγανιστάν)
  • Ἀλεξάνδρεια (τῆς Ἀραχωσίας) (στο Αφγανιστάν)
  • Ἀλεξάνδρεια Ἐσχάτη / Ἀλεξανδρέσχατα (στη Σογδιανή)
  • Ἀλεξάνδρεια Ὠξειανή (στη Σογδιανή)
  • Ἀλεξανδρόπολις
  • Βουκέφαλος (στον ποταμό Ὑδάσπη)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη Ἀλέξανδρος

Απόγονοι

Ἀλεξάνδρεια (ελληνιστική κοινή)

νέα ελληνικά: Αλεξάνδρεια
αραβικά: الإسكندرية (al-ʾiskandariyya)
τουρκικά: İskenderiye
εβραϊκά: אלכסנדריה‎
λατινικά: Alexandria
ιταλικά: Alessandria
και άλλες λατινογενείς γλώσσες: Alexandria
κινεζικά: 烏弋山離 (wūyìshānlí) / /乌弋山离 (μέσω των αρχαίων κινεζικών)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.