προσάπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσάπτω < αρχαία ελληνική προσάπτω < πρός + ἅπτω
Ρήμα
προσάπτω
- προσαρμόζω, προσδένω
- (μεταφορικά) ρίχνω σε κάποιον τις ευθύνες μιας ενέργειας, λογαριάζω κάτι σε βάρος άλλου
Συνώνυμα
- καταλογίζω
- κατηγορώ
- εγκαλώ
- αιτιώμαι
- μέμφομαι
- ονειδίζω
- εξονειδίζω
- απαγγέλλω κατηγορία
- επιρρίπτω ευθύνη
- εκτοξεύω μομφή
- εξαπολύω κατηγορίες
- διατυπώνω κατηγορία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.