ἁπτός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἁπτός | ἡ | ἁπτή | τὸ | ἁπτόν |
| γενική | τοῦ | ἁπτοῦ | τῆς | ἁπτῆς | τοῦ | ἁπτοῦ |
| δοτική | τῷ | ἁπτῷ | τῇ | ἁπτῇ | τῷ | ἁπτῷ |
| αιτιατική | τὸν | ἁπτόν | τὴν | ἁπτήν | τὸ | ἁπτόν |
| κλητική ὦ! | ἁπτέ | ἁπτή | ἁπτόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἁπτοί | αἱ | ἁπταί | τὰ | ἁπτᾰ́ |
| γενική | τῶν | ἁπτῶν | τῶν | ἁπτῶν | τῶν | ἁπτῶν |
| δοτική | τοῖς | ἁπτοῖς | ταῖς | ἁπταῖς | τοῖς | ἁπτοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ἁπτούς | τὰς | ἁπτᾱ́ς | τὰ | ἁπτᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ἁπτοί | ἁπταί | ἁπτᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁπτώ | τὼ | ἁπτᾱ́ | τὼ | ἁπτώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁπτοῖν | τοῖν | ἁπταῖν | τοῖν | ἁπτοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἁπτός < (ἅπτω) ἁπ- + -τός (ρηματικό επίθετο) [1]
Σύνθετα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἅπτω
Αναφορές
- «άπτομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἁπτός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁπτός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.