ὑφάπτω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὑφάπτω < ὑπό + ἅπτω

Ρήμα

ὑφάπτω και στην ιωνική ὑπάπτω

  1. βάζω φωτιά από κάτω ή ανάβω κάτι από χαμηλότερο σημείο
    • ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν (έκαψαν την ακρόπολη βάζοντας φωτιά στα θεμέλιά της) (Ηροδ. Ιστ.1.176)
    • ὁ νικέων ὑφαπτέτω τὰ ἱερά (ο νικητής θα ανάψει τις ιερές δάδες)
  2. (μεταφορικά) υποδαυλίζω, παρακινώ, ρίχνω λάδι στη φωτιά έμμεσα
    • ὡς τὸ μὲν πῦρ τοὺς ἁπτομένους καίει, οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν, ὥστε αἴθεσθαι τῷ ἔρωτι. (γιατί η φλόγα καίει όποιον την αγγίξει, αλλά οι όμορφες ανάβουν κρυφά φωτιά ακόμα και σε εκείνους που από μακριά τις κοιτάζουν ώστε να καίγονται από έρωτα) (Ξεν. Κυρ. Παιδεία 5.1.16)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.