περιάπτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιάπτω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιάπτω < περι- + ἅπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈa.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐ά‐πτω
Ρήμα
περιάπτω, απαρ.: περιάψει, αόρ.: περίαψα, παθ.φωνή: περιάπτομαι, π.αόρ.: — (ελλειπτικό ρήμα στην παθητική φωνή)
- (λόγιο) προσαρτώ, ειδικότερα: επισυνάπτω
- ※ Εναπόκειται κυρίως στα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε οι επιχειρήσεις να εκπληρώνουν ορθά τις υποχρεώσεις τους […] να περιάψουν σε μικρή προθεσμία τον εκτελεστήριο τύπο όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής για το πρόστιμο […]
- Απόφαση αριθ.3716/83 Επιτοπής Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων @eur-lex-europa.eu, 1983.12.31.
- ※ Εναπόκειται κυρίως στα κράτη μέλη να μεριμνήσουν ώστε οι επιχειρήσεις να εκπληρώνουν ορθά τις υποχρεώσεις τους […] να περιάψουν σε μικρή προθεσμία τον εκτελεστήριο τύπο όσον αφορά την απόφαση της Επιτροπής για το πρόστιμο […]
- (παρωχημένο) κρεμώ επάνω μου φυλαχτό
- → χρειάζεται παράθεμα
- (παρωχημένο, μεταφορικά) αποδίδω (σε κάποιον) ένα χαρακτηριστικό, συνήθως αρνητικό, προσάπτω
- → χρειάζεται παράθεμα
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- περιάπτω σελ.5666 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- περιάπτω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιάπτω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.