ἁφή
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | ἁφή | αἱ | ἁφαί |
| γενική | τῆς | ἁφῆς | τῶν | ἁφῶν |
| δοτική | τῇ | ἁφῇ | ταῖς | ἁφαῖς |
| αιτιατική | τὴν | ἁφήν | τὰς | ἁφᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | ἁφή | ἁφαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁφᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἁφαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ἁφή, -ῆς θηλυκό
- ἀφή (ιωνικός τύπος )
Πηγές
- ἁφή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἁφή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.