ἀνθρωποποιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Επίθετο
ο, η ἀνθρωποποιός, το ἀνθρωποποιόν
- ο γλύπτης κυρίως, αλλά και ο ζωγράφος, εκείνος που κατέχει τις τέχνες αυτές
Συνώνυμα
αγαλματοποιός και ἀγαλματοποιός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.