ἀνθρωπονομικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀνθρωπονομικός < ἄνθρωπος + νέμω

Επίθετο

ἀνθρωπονομικός, ή, όν

ο σχετικός με την τέχνη της ανθρωπονομικής, της διοίκησης ανθρώπων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.