ἀνθρώπειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀνθρώπειος | ἡ | ἀνθρωπείᾱ | τὸ | ἀνθρώπειον |
| γενική | τοῦ | ἀνθρωπείου | τῆς | ἀνθρωπείᾱς | τοῦ | ἀνθρωπείου |
| δοτική | τῷ | ἀνθρωπείῳ | τῇ | ἀνθρωπείᾳ | τῷ | ἀνθρωπείῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀνθρώπειον | τὴν | ἀνθρωπείᾱν | τὸ | ἀνθρώπειον |
| κλητική ὦ! | ἀνθρώπειε | ἀνθρωπείᾱ | ἀνθρώπειον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀνθρώπειοι | αἱ | ἀνθρώπειαι | τὰ | ἀνθρώπειᾰ |
| γενική | τῶν | ἀνθρωπείων | τῶν | ἀνθρωπείων | τῶν | ἀνθρωπείων |
| δοτική | τοῖς | ἀνθρωπείοις | ταῖς | ἀνθρωπείαις | τοῖς | ἀνθρωπείοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀνθρωπείους | τὰς | ἀνθρωπείᾱς | τὰ | ἀνθρώπειᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀνθρώπειοι | ἀνθρώπειαι | ἀνθρώπειᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνθρωπείω | τὼ | ἀνθρωπείᾱ | τὼ | ἀνθρωπείω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀνθρωπείοιν | τοῖν | ἀνθρωπείαιν | τοῖν | ἀνθρωπείοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀνθρώπειος < ἄνθρωπ(ος) + -ειος
Συνώνυμα
- ἀνθρώπινος
Πηγές
- ἀνθρώπειος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀνθρώπειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.