ἄμυλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄμυλος τὸ ἄμυλον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμύλου τοῦ ἀμύλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμύλ τῷ ἀμύλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄμυλον τὸ ἄμυλον
     κλητική ! ἄμυλε ἄμυλον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄμυλοι τὰ ἄμυλ
      γενική τῶν ἀμύλων τῶν ἀμύλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμύλοις τοῖς ἀμύλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμύλους τὰ ἄμυλ
     κλητική ! ἄμυλοι ἄμυλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμύλω τὼ ἀμύλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμύλοιν τοῖν ἀμύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄμυλος < ἄ- στερητικό + μύλ(η) + -ος

Επίθετο

ἄμυλος, -ος, -ον

  • που δεν αλέστηκε σε μύλο αλλά στο χέρι

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄμυλος οἱ ἄμυλοι
      γενική τοῦ ἀμύλου τῶν ἀμύλων
      δοτική τῷ ἀμύλ τοῖς ἀμύλοις
    αιτιατική τὸν ἄμυλον τοὺς ἀμύλους
     κλητική ! ἄμυλε ἄμυλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμύλω
γεν-δοτ τοῖν  ἀμύλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἄμυλος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ἄμυλος

ἄμυλος, -ου αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.