ἄμυλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄμυλος | τὸ | ἄμυλον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμύλου | τοῦ | ἀμύλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμύλῳ | τῷ | ἀμύλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄμυλον | τὸ | ἄμυλον | ||
| κλητική ὦ! | ἄμυλε | ἄμυλον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄμυλοι | τὰ | ἄμυλᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀμύλων | τῶν | ἀμύλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμύλοις | τοῖς | ἀμύλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμύλους | τὰ | ἄμυλᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄμυλοι | ἄμυλᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμύλω | τὼ | ἀμύλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμύλοιν | τοῖν | ἀμύλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἄμυλος | οἱ | ἄμυλοι |
| γενική | τοῦ | ἀμύλου | τῶν | ἀμύλων |
| δοτική | τῷ | ἀμύλῳ | τοῖς | ἀμύλοις |
| αιτιατική | τὸν | ἄμυλον | τοὺς | ἀμύλους |
| κλητική ὦ! | ἄμυλε | ἄμυλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμύλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμύλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ἄμυλος < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου ἄμυλος
ἄμυλος, -ου αρσενικό
- (τρόφιμο, γαστρονομία) πίτα από λευκό αλεύρι
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1195 (1195-1196)
- ἔπειτ᾽ ἐπιφόρει τοὺς ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας | καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους.
- Έπειτα φέρνε πίτες, φέρνε τσίχλες, | κομμάτια από λαγούς και φραντζολάκια.
- Μετάφραση (1967): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Τυποβιβλιοτεχνική @greek‑language.gr
- ἔπειτ᾽ ἐπιφόρει τοὺς ἀμύλους καὶ τὰς κίχλας | καὶ τῶν λαγῴων πολλὰ καὶ τοὺς κολλάβους.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, στίχ. 1092
- ἄμυλοι πλακοῦντες σησαμοῦντες ἴτρια,
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοφάνης, Εἰρήνη, στίχ. 1195 (1195-1196)
Πηγές
- ἄμυλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄμυλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.