ἀλγέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀλγέω < ἄλγος

Ρήμα

ἀλγέω-ἀλγῶ

  1. πονάω
    ἀλγήσας ὀδύνῃσι : απο τον πόνο που ένιωσε (Ιλιάδα, 12.206)
  2. θλίβομαι
    διαλύεσθαι ἔφη τὴν ξεινίην (ο Άμασις)... ἵνα μὴ συντυχίης δεινῆς τε καὶ μεγάλης Πολυκράτεα καταλαβούσης, αὐτὸς ἀλγήσειε τὴν ψυχὴν ὡς περὶ ξείνου ἀνδρός : αποκήρυξε τη φιλία και συμμαχία...ώστε αν ένα μεγάλο κακό έβρισκε τον Πολυκράτη, να μην πονούσε η ψυχή του (του Φαραώ) οπως θα πονούσε για έναν φίλο (Ηρόδ. Θάλεια ή Γ΄Βιβλίο, 43)

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.