ἀγχέμαχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγχέμαχος | τὸ | ἀγχέμαχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγχεμάχου | τοῦ | ἀγχεμάχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγχεμάχῳ | τῷ | ἀγχεμάχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγχέμαχον | τὸ | ἀγχέμαχον | ||
| κλητική ὦ! | ἀγχέμαχε | ἀγχέμαχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγχέμαχοι | τὰ | ἀγχέμαχᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀγχεμάχων | τῶν | ἀγχεμάχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγχεμάχοις | τοῖς | ἀγχεμάχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγχεμάχους | τὰ | ἀγχέμαχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγχέμαχοι | ἀγχέμαχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγχεμάχω | τὼ | ἀγχεμάχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγχεμάχοιν | τοῖν | ἀγχεμάχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγχέμαχος, -ος, -ον
- που μάχεται από κοντά
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 248
- ἀγχεμάχοις ἑτάροισιν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 25
- Λοκροί τ᾽ ἀγχέμαχοι καὶ Φωκῆες μεγάθυμοι
- Λοκροί που σώμα με σώμα πολεμούν και γενναιόκαρδοι Φωκείς.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Λοκροί τ᾽ ἀγχέμαχοι καὶ Φωκῆες μεγάθυμοι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 248
- (για όπλα) κατάλληλα για μάχη σώμα με σώμα
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 2.13 @scaife.perseus
- ἢν δέ ποι δέῃ στρατεύεσθαι, τόξα μὲν οἱ οὕτω πεπαιδευμένοι οὐκέτι ἔχοντες οὐδὲ παλτὰ στρατεύονται, τὰ δὲ ἀγχέμαχα ὅπλα καλούμενα, θώρακά τε περὶ τοῖς στέρνοις καὶ γέρρον ἐν τῇ ἀριστερᾷ, οἷόνπερ γράφονται οἱ Πέρσαι ἔχοντες, ἐν δὲ τῇ δεξιᾷ μάχαιραν ἢ κοπίδα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 4.15 @scaife.perseus
- αὐτοὶ δὲ καθʼ αὑτοὺς οὐδʼ ἂν οἱ πάντες σφενδονῆται μείνειαν πάνυ ὀλίγους ὁμόσε ἰόντας σὺν ὅπλοις ἀγχεμάχοις.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 2.13 @scaife.perseus
Αντώνυμα
Πηγές
- ἀγχέμαχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγχέμαχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.