ἀγχίαλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀγχίαλος | ἡ | ἀγχιάλη & ἀγχίαλος |
τὸ | ἀγχίαλον |
| γενική | τοῦ | ἀγχιάλου | τῆς | ἀγχιάλης & ἀγχιάλου |
τοῦ | ἀγχιάλου |
| δοτική | τῷ | ἀγχιάλῳ | τῇ | ἀγχιάλῃ & ἀγχιάλῳ |
τῷ | ἀγχιάλῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀγχίαλον | τὴν | ἀγχιάλην & ἀγχίαλον |
τὸ | ἀγχίαλον |
| κλητική ὦ! | ἀγχίαλε | ἀγχιάλη & ἀγχίαλε |
ἀγχίαλον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀγχίαλοι | αἱ | ἀγχίαλαι & ἀγχίαλοι |
τὰ | ἀγχίαλᾰ |
| γενική | τῶν | ἀγχιάλων | τῶν | ἀγχιάλων & ἀγχιάλων |
τῶν | ἀγχιάλων |
| δοτική | τοῖς | ἀγχιάλοις | ταῖς | ἀγχιάλαις & ἀγχιάλοις |
τοῖς | ἀγχιάλοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀγχιάλους | τὰς | ἀγχιάλᾱς & ἀγχιάλους |
τὰ | ἀγχίαλᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀγχίαλοι | ἀγχίαλαι & ἀγχίαλοι |
ἀγχίαλᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγχιάλω | τὼ | ἀγχιάλᾱ & ἀγχιάλω |
τὼ | ἀγχιάλω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγχιάλοιν | τοῖν | ἀγχιάλαιν & ἀγχιάλοιν |
τοῖν | ἀγχιάλοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ὕπατος' όπως «ὕπατος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀγχίαλος, -ος/-η, -ον
- που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 640 (638-640)
- Αἰτωλῶν δ᾽ ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός, | οἳ Πλευρῶν᾽ ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην | Χαλκίδα τ᾽ ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν·
- Των Αιτωλών ήτο αρχηγός ο Ανδραιμονίδης Θόας· | τους έστειλ᾽ η ακρόγιαλη Χαλκίς και η Πυλήνη, | η Ώλενος και ο Πλευρών, και η Καλυδών πετρώδης·
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- Αἰτωλῶν δ᾽ ἡγεῖτο Θόας Ἀνδραίμονος υἱός, | οἳ Πλευρῶν᾽ ἐνέμοντο καὶ Ὤλενον ἠδὲ Πυλήνην | Χαλκίδα τ᾽ ἀγχίαλον Καλυδῶνά τε πετρήεσσαν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 2 (Β. Ὄνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ἢ κατάλογος νεῶν.), στίχ. 640 (638-640)
- (για νησιά) που περιβάλλεται από θάλασσα
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 135 (134-135)
- Τελαμώνιε παῖ, τῆς ἀμφιρύτου | Σαλαμῖνος ἔχων βάθρον ἀγχιάλου,
- Τελαμώνιε γιε, βασιλιά | της θαλασσοφίλητης Σαλαμίνας,
- Μετάφραση (2012): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
- Γιε του Τελαμώνα, που έχεις θρόνο | πλάι στο γιαλό της κυματόζωστης Σαλαμίνας,
- Μετάφραση (2000): Τάσος Ρούσσος @greek-language.gr
- Τελαμώνιε γιε, βασιλιά | της θαλασσοφίλητης Σαλαμίνας,
- Τελαμώνιε παῖ, τῆς ἀμφιρύτου | Σαλαμῖνος ἔχων βάθρον ἀγχιάλου,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Αἴας, στίχ. 135 (134-135)
Πηγές
- ἀγχίαλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀγχίαλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.