ἄγχαυρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄγχαυρος τὸ ἄγχαυρον
      γενική τοῦ/τῆς ἀγχαύρου τοῦ ἀγχαύρου
      δοτική τῷ/τῇ ἀγχαύρ τῷ ἀγχαύρ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄγχαυρον τὸ ἄγχαυρον
     κλητική ! ἄγχαυρε ἄγχαυρον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄγχαυροι τὰ ἄγχαυρ
      γενική τῶν ἀγχαύρων τῶν ἀγχαύρων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγχαύροις τοῖς ἀγχαύροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγχαύρους τὰ ἄγχαυρ
     κλητική ! ἄγχαυροι ἄγχαυρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγχαύρω τὼ ἀγχαύρω
      γεν-δοτ τοῖν ἀγχαύροιν τοῖν ἀγχαύροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἄγχαυρος (ελληνιστική κοινή) < ἄγχι + αὔριον

Επίθετο

ἄγχαυρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.