ἄγχαυρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄγχαυρος | τὸ | ἄγχαυρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγχαύρου | τοῦ | ἀγχαύρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγχαύρῳ | τῷ | ἀγχαύρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄγχαυρον | τὸ | ἄγχαυρον | ||
| κλητική ὦ! | ἄγχαυρε | ἄγχαυρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἄγχαυροι | τὰ | ἄγχαυρᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀγχαύρων | τῶν | ἀγχαύρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγχαύροις | τοῖς | ἀγχαύροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγχαύρους | τὰ | ἄγχαυρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἄγχαυροι | ἄγχαυρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγχαύρω | τὼ | ἀγχαύρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγχαύροιν | τοῖν | ἀγχαύροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἄγχαυρος (ελληνιστική κοινή) < ἄγχι + αὔριον
Επίθετο
ἄγχαυρος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
- πολύ νωρίς το πρωί, κατά το τέλος της νύκτας
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.111, @scaife.perseus
- ἄγχαυρον κνώσσουσιν, ἀλευάμενοι φάος ἠοῦς,
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 4.111, @scaife.perseus
Πηγές
- ἄγχαυρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.