ἀγχιτελής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀγχιτελής | τὸ | ἀγχιτελές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀγχιτελοῦς | τοῦ | ἀγχιτελοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀγχιτελεῖ | τῷ | ἀγχιτελεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀγχιτελῆ | τὸ | ἀγχιτελές | ||
| κλητική ὦ! | ἀγχιτελές | ἀγχιτελές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀγχιτελεῖς | τὰ | ἀγχιτελῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀγχιτελῶν | τῶν | ἀγχιτελῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀγχιτελέσῐ(ν) | τοῖς | ἀγχιτελέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀγχιτελεῖς | τὰ | ἀγχιτελῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀγχιτελεῖς | ἀγχιτελῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀγχιτελεῖ | τὼ | ἀγχιτελεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀγχιτελοῖν | τοῖν | ἀγχιτελοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀγχιτελής (ελληνιστική κοινή) < ἄγχι + -τελής
Επίθετο
ἀγχιτελής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή)
- (αστρονομία) (για τη σελήνη) που βρίσκεται σε χάση
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 40.314, @scaife.perseus
- ἀγχιτελὴς λείπουσα μιῇ γλωχῖνι σελήνη.
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακά, 40.314, @scaife.perseus
Πηγές
- ἀγχιτελής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.