ἄβουλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄβουλος < α στερητικό + βουλή

Επίθετο

ἄβουλος, -ος, -ον

  1. απερίσκεπτος, ασύνετος'
    πολλὰ γὰρ κακῶς γνωσθέντα ἀβουλοτέρων τῶν ἐναντίων τυχόντα κατωρθώθη, καὶ ἔτι πλείω καλῶς δοκοῦντα βουλευθῆναι ἐς τοὐναντίον αἰσχρῶς περιέστη : Καθόσον πολλαί επιχειρήσεις που κακώς εσχεδιάσθησαν επέτυχαν, διότι ευρήκαν αντιμετώπους εχθρούς ακόμη ανοητοτέρους, και ακόμη περισσότεραι, αι οποίαι εφαίνοντο καλώς μελετημέναι, απέληξαν τουναντίον εις οικτράν αποτυχίαν. (Θουκυδίδης, Πελοπ. Πόλεμος, βιβλίο α΄, 120,5, απόδοση Ελευθερίου Βενιζέλου)
  2. κακόβουλος
  3. μη πρόθυμος, έντονα μη διατεθειμένος να κάνει κάτι

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.