ἀσυναίσθητος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀσυναίσθητος | τὸ ἀσυναίσθητον | οἱ, αἱ ἀσυναίσθητοι | τὰ ἀσυναίσθητα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ἀσυναισθήτου | τοῦ ἀσυναισθήτου | τῶν ἀσυναισθήτων | τῶν ἀσυναισθήτων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ἀσυναισθήτῳ | τῷ ἀσυναισθήτῳ | τοῖς, ταῖς ἀσυναισθήτοις | τοῖς ἀσυναισθήτοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀσυναίσθητον | τὸ ἀσυναίσθητον | τοὺς, τὰς ἀσυναισθήτους | τὰ ἀσυναίσθητα |
| Κλητική | ἀσυναίσθητε | ἀσυναίσθητον | ἀσυναίσθητοι | ἀσυναίσθητα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀσυναισθήτω | |||
| Γενική-Δοτική | ἀσυναισθήτοιν | |||
Ετυμολογία
- ἀσυναίσθητος < ἀ- + αρχαία ελληνική συναισθάνομαι < σύν + αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
Επίθετο
ἀσυναίσθητος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) μη αντιληπτός
- (ελληνιστική κοινή) που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι, βραδύνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.