ἀσυναίσθητος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀσυναίσθητος τὸ ἀσυναίσθητον οἱ, αἱ ἀσυναίσθητοι τὰ ἀσυναίσθητα
Γενική τοῦ, τῆς ἀσυναισθήτου τοῦ ἀσυναισθήτου τῶν ἀσυναισθήτων τῶν ἀσυναισθήτων
Δοτική τῷ, τῇ ἀσυναισθήτῳ τῷ ἀσυναισθήτῳ τοῖς, ταῖς ἀσυναισθήτοις τοῖς ἀσυναισθήτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀσυναίσθητον τὸ ἀσυναίσθητον τοὺς, τὰς ἀσυναισθήτους τὰ ἀσυναίσθητα
Κλητική ἀσυναίσθητε ἀσυναίσθητον ἀσυναίσθητοι ἀσυναίσθητα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀσυναισθήτω
Γενική-Δοτική ἀσυναισθήτοιν

Ετυμολογία

ἀσυναίσθητος < ἀ- + αρχαία ελληνική συναισθάνομαι < σύν + αἰσθάνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)

Επίθετο

ἀσυναίσθητος, -ος, -ον

  1. (ελληνιστική κοινή) μη αντιληπτός
  2. (ελληνιστική κοινή) που δεν αντιλαμβάνεται εύκολα κάτι, βραδύνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.