ἀσθένεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀσθένει αἱ ἀσθένειαι
      γενική τῆς ἀσθενείᾱς τῶν ἀσθενειῶν
      δοτική τῇ ἀσθενεί ταῖς ἀσθενείαις
    αιτιατική τὴν ἀσθένειᾰν τὰς ἀσθενείᾱς
     κλητική ! ἀσθένει ἀσθένειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀσθενεί
γεν-δοτ τοῖν  ἀσθενείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀσθένεια < ἀσθεν(ής) + -εια

Ουσιαστικό

ἀσθένεια θηλυκό

  1. έλλειψη δύναμης, αδυναμία, ατονία
  2. η ασθένεια

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.