ἀράθυμος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀράθυμος τὸ ἀράθυμον οἱ, αἱ ἀράθυμοι τὰ ἀράθυμα
Γενική τοῦ, τῆς ἀραθύμου τοῦ ἀραθύμου τῶν ἀραθύμων τῶν ἀραθύμων
Δοτική τῷ, τῇ ἀραθύμῳ τῷ ἀραθύμῳ τοῖς, ταῖς ἀραθύμοις τοῖς ἀραθύμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀράθυμον τὸ ἀράθυμον τοὺς, τὰς ἀραθύμους τὰ ἀράθυμα
Κλητική ἀράθυμε ἀράθυμον ἀράθυμοι ἀράθυμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀραθύμω
Γενική-Δοτική ἀραθύμοιν

Ετυμολογία

ἀράθυμος < ἀ- + ῥᾴθυμος < ῥᾶ + θυμός

Επίθετο

ἀράθυμος, -ος, -ον

  1. ράθυμος, νωθρός, οκνηρός
  2. δύστροπος, οξύθυμος
  3. ιδιοτελής, εγωιστής
  4. δόλιος

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.