ἀποκομιδή

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀποκομιδή αἱ ἀποκομιδαί
      γενική τῆς ἀποκομιδῆς τῶν ἀποκομιδῶν
      δοτική τῇ ἀποκομιδ ταῖς ἀποκομιδαῖς
    αιτιατική τὴν ἀποκομιδήν τὰς ἀποκομιδᾱ́ς
     κλητική ! ἀποκομιδή ἀποκομιδαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποκομιδᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  ἀποκομιδαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀποκομιδή < ἀποκομίζω < ἀπο- + κομίζω

Ουσιαστικό

ἀποκομιδή θηλυκό

  1. απομάκρυνση
      ἅμα δὲ παραληψομένους τὰ πλοῖα καὶ πρόνοιαν ποιησομένους περὶ τῆς ἀποκομιδῆς αὐτῶν (Πολύβιος, Ἱστορίαι, 24, 6, 3 @perseus.tufts.edu)
  2. επιστροφή, επάνοδος
      ἐκείνῳ δὲ ἐν ἐπικινδύνῳ πάλιν ἡ ἀποκομιδὴ ἐγίγνετο (Θουκυδίδης, Ἱστορία, 1, 137@perseus.tufts.edu)
  3. αναχώρηση
  4. απόπλους, έκπλους, σαλπάρισμα, άπαρση
  5. (ελληνιστική σημασία) ανάπλους, ανάπλευση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.