επάνοδος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επάνοδος | οι | επάνοδοι |
| γενική | της | επανόδου | των | επανόδων |
| αιτιατική | την | επάνοδο | τις | επανόδους |
| κλητική | επάνοδε | επάνοδοι | ||
| Κατηγορία όπως «άμπελος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επάνοδος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπάνοδος. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + άνοδος
Ουσιαστικό
επάνοδος θηλυκό
- η επιστροφή κάποιου σε ένα σημείο από το οποίο είχε αναχωρήσει
- (μεταφορικά) η επιστροφή σε έναν κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ή άλλο χώρο, η εκ νέου συμμετοχή, η επανεμφάνιση
- ※ επάνοδος στις αγορές μόνο με βελτίωση των μεγεθών (εφημερίδα ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 24-10-2014)
- (γραμματική, σχήμα λόγου) επανάληψη φράσης με αντίστροφη σειρά στις λέξεις τής προηγούμενης φράσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.