ἀποδιοπομπέομαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀποδιοπομπέομαι < ἀπό + Ζεύς + πομπή

Ρήμα

ἀποδιοπομπέομαι

  1. (θρησκεία) προσφέρω ικετήριες θυσίες στον Δία, προκειμένου να αποτρέψω επικείμενες συμφορές
  2. ξορκίζω
  3. καθαίρω, αποβάλλω το μίασμα

Συγγενικά

  • ἀποδιοπόμπησις
  • ἀποδιοπομπητέον
  •  δείτε τις λέξεις ἀπό, Ζεύς και πέμπω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.