ἀπημοσύνη
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀπημοσῠνα- | ||||||||
| ονομαστική | ἡ | ἀπημοσύνη | αἱ | ἀπημοσύναι | ||||
| γενική | τῆς | ἀπημοσύνης | τῶν | ἀπημοσυνῶν | ||||
| δοτική | τῇ | ἀπημοσύνῃ | ταῖς | ἀπημοσύναις | ||||
| αιτιατική | τὴν | ἀπημοσύνην | τὰς | ἀπημοσύνᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | ἀπημοσύνη | ἀπημοσύναι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπημοσύνᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπημοσύναιν | ||||||
| Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ἀπημοσύνη (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀπήμων, ἀπημο(ν)- + -σύνη < → και δείτε τη λέξη πῆμα
Ουσιαστικό
ἀπημοσύνη, -ης θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- έλλειψη βλάβης, αβλάβεια, ακεραιότητα, ασφάλεια
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.647 @scaife.perseus
- οὐδέ φόνου λάπτουσιν, ἀπημοσύνῃ δὲ νέμονται,
- ※ Επιγραφή από το νησί Πάρος. IG XII,5 215. @epigraphy.packhum.org
- Δημοκύδης τόδ’ ἄγαλμα Τε-
λεστοδίκη τ’ ἀπο κοινῶν
εὐχσάμενοι στῆσαν πα[ρ]-
θένωι Ἀρτέμιδι
σεμνῶι ἐνὶ ζαπέδωι κο(ύ)-
ρηι Διὸς αἰγιόχοιο.
τῶν γενεὴν βιοτόν τ’ α-
ὖχσ’ ἐν ἀπημοσύνηι.
- Δημοκύδης τόδ’ ἄγαλμα Τε-
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Ὀππιανός, Ἁλιευτικά, 2.647 @scaife.perseus
- (μεταφορικά) αθωότητα
- ※ πριν από το τέλος 2ου πκε αιώνα, Επιγραφή από τη Μυγδονία της Θεσσαλονίκης. IG X,2 1 108. @epigraphy.packhum.org
- ἀλλ’, ἄνα, Φυλακίδηι <τε> καὶ υἱέϊ καλὸν ὀπάξοις
δῶρον ἐϋκλεΐης ἄμφω ἀπημοσύνηι,
ὄφρα τις ἁμερίων λεύσσων τάδε θυμὸν ὀτρύνηι
σφωΐτερομ μακάρωμ μήποτε λῆστιν ἔχειν.
Δαμαίου.
- ἀλλ’, ἄνα, Φυλακίδηι <τε> καὶ υἱέϊ καλὸν ὀπάξοις
- ※ πριν από το τέλος 2ου πκε αιώνα, Επιγραφή από τη Μυγδονία της Θεσσαλονίκης. IG X,2 1 108. @epigraphy.packhum.org
Πηγές
- ἀπημοσύνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπημοσύνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.