ἀπήμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ἀπημον- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀπήμων | τὸ | ἀπῆμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀπήμονος | τοῦ | ἀπήμονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀπήμονῐ | τῷ | ἀπήμονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀπήμονᾰ | τὸ | ἀπῆμον | ||
| κλητική ὦ! | ἀπῆμον | ἀπῆμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀπήμονες | τὰ | ἀπήμονᾰ | ||
| γενική | τῶν | ἀπημόνων | τῶν | ἀπημόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀπήμοσῐ(ν) | τοῖς | ἀπήμοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀπήμονᾰς | τὰ | ἀπήμονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ἀπήμονες | ἀπήμονᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπήμονε | τὼ | ἀπήμονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀπημόνοιν | τοῖν | ἀπημόνοιν | ||
| 3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀπήμων, -ων, -ον
- που δεν έχει πάθει βλάβη ή κακό
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 551
- οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
- Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω τους συντρόφους άβλαβους.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 179.2
- καί οἱ ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα καὶ κελεύειν τὸν Ἰήσονα ἑωυτῷ δοῦναι τὸν τρίποδα, φάμενόν σφι καὶ τὸν πόρον δέξειν καὶ ἀπήμονας ἀποστελέειν.
- Καθώς λοιπόν δεν είχε τρόπο να βγει αποκεί μέσα, λένε πως εμφανίστηκε ο Τρίτων και πρόσταζε τον Ιάσονα να του δώσει τον τρίποδα, λέγοντας ότι και το πέρασμα θα του δείξει και θα τους στείλει πίσω σώους και αβλαβείς.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- καί οἱ ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα καὶ κελεύειν τὸν Ἰήσονα ἑωυτῷ δοῦναι τὸν τρίποδα, φάμενόν σφι καὶ τὸν πόρον δέξειν καὶ ἀπήμονας ἀποστελέειν.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 551
- που δεν προκαλεί καμία ζημιά, αβλαβής, ακίνδυνος
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 670
- τῆμος δ᾽ εὐκρινέες τ᾽ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων·
- Τότε οι αύρες ευδιάκριτες φυσούν κι ο πόντος είναι άβλαβος.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- τῆμος δ᾽ εὐκρινέες τ᾽ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων·
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 670
- (συνεκδοχικά) γλυκύς, επιεικής
- (για τον άνεμο) ούριος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 167 (165-167)
- Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον· | τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς | νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων.
- Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα, | πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων | το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον· | τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς | νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 167 (165-167)
- που δεν έχει φροντίδες ή θλίψη, ξένοιαστος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 893
- πάσης ἀπήμον᾽ οἰζύος· δέχου δὲ σύ.
- Απίκραντη από κάθε θλίψη, μόνον δέξου.
- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- πάσης ἀπήμον᾽ οἰζύος· δέχου δὲ σύ.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 893
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Λέξεις -πήμων @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- → δείτε τις λέξεις πῆμα και ἀπημοσύνη
Πηγές
- ἀπήμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.