αβλάβεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αβλάβεια | οι | αβλάβειες |
| γενική | της | αβλάβειας | των | αβλαβειών |
| αιτιατική | την | αβλάβεια | τις | αβλάβειες |
| κλητική | αβλάβεια | αβλάβειες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αβλάβεια < αρχαία ελληνική ἀβλάβεια < ἀβλαβής
Ουσιαστικό
αβλάβεια θηλυκό
- (ενεργ.) το να μη προκαλείς βλάβη σε κάτι ή κάποιον
- (παθητ.) η έλλειψη βλάβης
Μεταφράσεις
αβλάβεια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.