ἀναγκαῖος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀναγκαῖος | ἡ | ἀναγκαίᾱ & ἀναγκαῖος |
τὸ | ἀναγκαῖον |
| γενική | τοῦ | ἀναγκαίου | τῆς | ἀναγκαίᾱς & ἀναγκαίου |
τοῦ | ἀναγκαίου |
| δοτική | τῷ | ἀναγκαίῳ | τῇ | ἀναγκαίᾳ & ἀναγκαίῳ |
τῷ | ἀναγκαίῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἀναγκαῖον | τὴν | ἀναγκαίᾱν & ἀναγκαῖον |
τὸ | ἀναγκαῖον |
| κλητική ὦ! | ἀναγκαῖε | ἀναγκαίᾱ & ἀναγκαῖε |
ἀναγκαῖον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἀναγκαῖοι | αἱ | ἀναγκαῖαι & ἀναγκαῖοι |
τὰ | ἀναγκαῖᾰ |
| γενική | τῶν | ἀναγκαίων | τῶν | ἀναγκαίων & ἀναγκαίων |
τῶν | ἀναγκαίων |
| δοτική | τοῖς | ἀναγκαίοις | ταῖς | ἀναγκαίαις & ἀναγκαίοις |
τοῖς | ἀναγκαίοις |
| αιτιατική | τοὺς | ἀναγκαίους | τὰς | ἀναγκαίᾱς & ἀναγκαίους |
τὰ | ἀναγκαῖᾰ |
| κλητική ὦ! | ἀναγκαῖοι | ἀναγκαῖαι & ἀναγκαῖοι |
ἀναγκαῖᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναγκαίω | τὼ | ἀναγκαίᾱ & ἀναγκαίω |
τὼ | ἀναγκαίω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀναγκαίοιν | τοῖν | ἀναγκαίαιν & ἀναγκαίοιν |
τοῖν | ἀναγκαίοιν |
| Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος. | ||||||
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «γυναικεῖος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ἀναγκαῖος, -αία/-ος, -αῖον
- υποχρεωτικός, μοιραίος, απο τη μοίρα επιβεβλημένος, αναπόφευκτος
- ※ ὦ δέσποτ᾽ Αἴας, τῆς ἀναγκαίας τύχης οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν.
- απ' την αφεύγατην τη δυστυχία ω αφέντη, κακό δε είναι πιο μεγάλο στους ανθρώπους (Σοφοκλής, Αίας, 485, απόδοση Κ. Βάρναλη)
- ※ ὦ δέσποτ᾽ Αἴας, τῆς ἀναγκαίας τύχης οὐκ ἔστιν οὐδὲν μεῖζον ἀνθρώποις κακόν.
- της ανάγκης, ταπεινός, δουλικός, επιβεβλημένος
- ※ ἔγχεϊ δ᾽ αὐτὸς Τρωσὶ φιλοπτολέμοισι μεταπρέπω, ὅ σφιν ἀμύνω ἦμαρ ἀναγκαῖον
- που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων, και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα.(Ιλιάδα, 16η ή Π 835, απόδοση Ι. Πολυλάς)
- ※ ἔγχεϊ δ᾽ αὐτὸς Τρωσὶ φιλοπτολέμοισι μεταπρέπω, ὅ σφιν ἀμύνω ἦμαρ ἀναγκαῖον
- που γίνεται εξ ανάγκης, αναγκαστικά, που δεν αποτελεί επιλογή ή πάντως πρώτη επιλογή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ἀνάγκη
Πηγές
- ἀναγκαῖος - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀναγκαῖος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναγκαῖος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.