ἀλλοτριονομέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀλλοτριονομέω < ἀλλότριος + νέμω

Ρήμα

ἀλλοτριονομέω

  1. αποδέχομαι ξένους νόμους, συνήθειες, έθιμα
  2. κατατάσσω σε θέση μη κανονική
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.