ἀλλοτριόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀλλοτριόω < ἀλλότριος
Ρήμα
ἀλλοτριόω και συνηρημένο ἀλλοτριῶ
- αποξενώνω
- παίρνω κάτι και το καθιστώ ξένο, το κάνω να διάκειται εχθρικά (συνήθως όταν συντάσσεται δίπτωτο, με αιτιατική και δοτική)
Συγγενικά
- ἀλλοτρίωσις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.