ἀλλοδοξία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλλοδοξί αἱ ἀλλοδοξίαι
      γενική τῆς ἀλλοδοξίᾱς τῶν ἀλλοδοξιῶν
      δοτική τῇ ἀλλοδοξί ταῖς ἀλλοδοξίαις
    αιτιατική τὴν ἀλλοδοξίᾱν τὰς ἀλλοδοξίᾱς
     κλητική ! ἀλλοδοξί ἀλλοδοξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλλοδοξί
γεν-δοτ τοῖν  ἀλλοδοξίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλλοδοξία < ἀλλόδοξος < ἄλλος + δόξα

Ουσιαστικό

ἀλλοδοξία θηλυκό

  1. διαφορετική ή εσφαλμένη γνώμη ή άποψη
  2. επαναστατική γνώμη ή άποψη

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.