ἀδολέσχης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἀδολέσχης | οἱ | ἀδολέσχαι |
| γενική | τοῦ | ἀδολέσχου | τῶν | ἀδολεσχῶν |
| δοτική | τῷ | ἀδολέσχῃ | τοῖς | ἀδολέσχαις |
| αιτιατική | τὸν | ἀδολέσχην | τοὺς | ἀδολέσχᾱς |
| κλητική ὦ! | ἀδολέσχη | ἀδολέσχαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδολέσχᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀδολέσχαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
ἀδολέσχης αρσενικό
- αδολέσχης, φλύαρος, αυτός που μιλάει πολύ, ακατάπαυστα
- ικανός για φιλοσοφικές, λεπτές και βαθυστόχαστες σκέψεις, οξύνους
- ἀδόλεσχος
Συγγενικά
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- ἀδολέσχης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀδολέσχης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Σταματάκος, Ιωάννης (1971). Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης. 3 τόμοι (1η έκδοση). Αθήνα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.