ἀδολεσχία

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀδολεσχί αἱ ἀδολεσχίαι
      γενική τῆς ἀδολεσχίᾱς τῶν ἀδολεσχιῶν
      δοτική τῇ ἀδολεσχί ταῖς ἀδολεσχίαις
    αιτιατική τὴν ἀδολεσχίᾱν τὰς ἀδολεσχίᾱς
     κλητική ! ἀδολεσχί ἀδολεσχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀδολεσχί
γεν-δοτ τοῖν  ἀδολεσχίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀδολεσχία < ἀδολέσχης

Ουσιαστικό

ἀδολεσχία θηλυκό

  1. αδολεσχία, πολυλογία, φλυαρία
  2. ικανότητα για φιλοσοφικές, λεπτές και βαθυστόχαστες σκέψεις

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.