ἄημι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄημι < ἄϝημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weh₁- (πνέω, φυσώ) (κοινή ρίζα με τις λέξεις ἀήρ, αὔρα, ἄελλα, ἄω, ἀάω· με τα ρήματα και κοινοί τύποι)

Ρήμα

ἄημι

  1. πνέω, φυσώ
  2. μέσο πλήττομαι από τον άνεμο, κυμαίνομαι
  3. (μεταφορικά) το πισωγύρισμα, η αναποφασιστικότητα, η αμφιταλάντευση
  4. (μεταφορικά) αποπνέω, εκπέμπω
    περί τ᾽ ἀμφί τε κάλλος ἄητο : η ομορφιά της έπνεε παντού τριγύρω της

Συγγενικά

  • το ἄημα : το φύσημα, ισχυρός άνεμος
  • η ἄησις : πνοή, φύσημα
  • ἄελλα
  • ἀήρ
  • ἀήσυρος
  • ἀητέομαι
  • ἀήτη
  • ἀήτης
  • ἀΐσθω
  • ἀϋτμή

Σύνθετα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.