ἀάω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἀάω   ἀάομαι 
Παρατατικός
Μέλλοντας  ἀάσω   ἀάσομαι - ἀσθήσομαι 
Αόριστος  ἄασα ή ἆσα   ἀασάμην ή ἀσάμην - ἀάσθην 
Παρακείμενος  ----(*)----   ----(*)---- 
Υπερσυντέλικος  ----(*)----   ----(*)---- 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ἀάω < ἄω (πλήττω)

Ρήμα

ἀάω

  1. σύνταξη με αιτιατική, ἀάω τινά: πλήττω, χτυπώ
  2. (αμετάβατο) βλάπτω, αποπλανώ, μωραίνω, ξεμυαλίζω
  3. (στους μεσοπαθητικούς τύπους) φέρομαι παράλογα, τυφλώνομαι, αποβλακώνομαι από πάθος ή ανοησία, κάνω κάποια τρέλα
    ἀασάμην, οὐδ᾽ αὐτὸς ἀναίνομαι. : τα έχασα (με τύφλωσε το πάθος μου/φέρθηκα σαν τρελός), δεν το αρνιέμαι ούτε εγώ ο ίδιος (Ιλιάδα, 9.116)

Συνώνυμα

(της ενεργητικής μορφής)

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Το ρήμα ἀάω είναι ελλιπές, δεν έχει παρακείμενο και υπερσυντέλικο, απαντάται στην Ιλιάδα και Οδύσσεια του Ομήρου, πρόκειται για πολύ αρχαίο ρήμα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.