αποβλακώνομαι

Ελληνικά (el)

Κλίση
Παθητική φωνή
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
|---|---|---|---|---|---|---|
| α' ενικ. | αποβλακώνομαι | αποβλακωνόμουν(α) | θα αποβλακώνομαι | να αποβλακώνομαι | ||
| β' ενικ. | αποβλακώνεσαι | αποβλακωνόσουν(α) | θα αποβλακώνεσαι | να αποβλακώνεσαι | (αποβλακώνου) | |
| γ' ενικ. | αποβλακώνεται | αποβλακωνόταν(ε) | θα αποβλακώνεται | να αποβλακώνεται | ||
| α' πληθ. | αποβλακωνόμαστε | αποβλακωνόμαστε αποβλακωνόμασταν |
θα αποβλακωνόμαστε | να αποβλακωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | αποβλακώνεστε | αποβλακωνόσαστε αποβλακωνόσασταν |
θα αποβλακώνεστε | να αποβλακώνεστε | (αποβλακώνεστε) | |
| γ' πληθ. | αποβλακώνονται | αποβλακώνονταν αποβλακωνόντουσαν |
θα αποβλακώνονται | να αποβλακώνονται | ||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αποβλακώθηκα | θα αποβλακωθώ | να αποβλακωθώ | αποβλακωθεί | ||
| β' ενικ. | αποβλακώθηκες | θα αποβλακωθείς | να αποβλακωθείς | αποβλακώσου | ||
| γ' ενικ. | αποβλακώθηκε | θα αποβλακωθεί | να αποβλακωθεί | |||
| α' πληθ. | αποβλακωθήκαμε | θα αποβλακωθούμε | να αποβλακωθούμε | |||
| β' πληθ. | αποβλακωθήκατε | θα αποβλακωθείτε | να αποβλακωθείτε | αποβλακωθείτε | ||
| γ' πληθ. | αποβλακώθηκαν αποβλακωθήκαν(ε) |
θα αποβλακωθούν(ε) | να αποβλακωθούν(ε) | |||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αποβλακωθεί | είχα αποβλακωθεί | θα έχω αποβλακωθεί | να έχω αποβλακωθεί | αποβλακωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αποβλακωθεί | είχες αποβλακωθεί | θα έχεις αποβλακωθεί | να έχεις αποβλακωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αποβλακωθεί | είχε αποβλακωθεί | θα έχει αποβλακωθεί | να έχει αποβλακωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αποβλακωθεί | είχαμε αποβλακωθεί | θα έχουμε αποβλακωθεί | να έχουμε αποβλακωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αποβλακωθεί | είχατε αποβλακωθεί | θα έχετε αποβλακωθεί | να έχετε αποβλακωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αποβλακωθεί | είχαν αποβλακωθεί | θα έχουν αποβλακωθεί | να έχουν αποβλακωθεί | ||

Μεταφράσεις
αποβλακώνομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.