şah

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία 1

şah < (άμεσο δάνειο) περσική شاه (šâh)

Προφορά

ΔΦΑ : /ʃɑh/

Ουσιαστικό

şah (tr)

  1. (ιστορία) ο σάχης, ο τίτλος που είχε ο βασιλιάς της Περσίας
  2. (σκάκι) ο βασιλιάς, ένα από τα κομμάτια στο σκάκι
  3. (θρησκεία) ο πιρ, ένας σοφός άγιος στους κλάδους του αλεβισμού και του μπεκτασισμού
     συνώνυμα: pir

Κλίση

Επίθετο

şah (tr)

Συγγενικά

Ετυμολογία 2

şaha kalkmış bir at
ένα άλογο που στέκεται στα δύο πίσω πόδια του
şah < (άμεσο δάνειο) περσική شاخ (šâx)

Ουσιαστικό

şah (tr)

  • η θέση στην οποία ένα άλογο στέκεται στα δύο πίσω πόδια του

Συγγενικά

  • şaha kalkmak

Παράγωγα

  • şahlanmak
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.