ὄσχεον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ὄσχεον | τὰ | ὄσχεᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | ὀσχέου | τῶν | ὀσχέων | ||||
| δοτική | τῷ | ὀσχέῳ | τοῖς | ὀσχέοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | ὄσχεον | τὰ | ὄσχεᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | ὄσχεον | ὄσχεᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὀσχέω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ὀσχέοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- ὄσχεον < → λείπει η ετυμολογία
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: όσχεο
Ουσιαστικό
ὄσχεον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (ανατομία) άλλη μορφή του ὄσχη
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 2, 78.3 @scaife.perseus
- καὶ πρὸς φαγεδαινικὰ δʼ ἕλκη καὶ ἀδύνας αἰδοίου καὶ ὀσχέου σὺν μέλιτι, πρὸς δὲ λέπρας καὶ πίτυρα σὺν νίτρῳ ἢ γῇ κιμωλίᾳ σμῆγμα κράτιστον.
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διοσκουρίδης Πεδάνιος, Περὶ ὕλης ἰατρικῆςw, 2, 78.3 @scaife.perseus
Πηγές
- ὄσχεον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.