όρκιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όρκιση οι ορκίσεις
      γενική της όρκισης* των ορκίσεων
    αιτιατική την όρκιση τις ορκίσεις
     κλητική όρκιση ορκίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορκίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όρκιση < μεσαιωνική ελληνική ὅρκισις[1] < αρχαία ελληνική ὁρκίζω < ὅρκος

Ουσιαστικό

όρκιση θηλυκό

Πηγές

Μεταφράσεις

  1. ὅρκισις - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.