ορκωμοσία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορκωμοσία οι ορκωμοσίες
      γενική της ορκωμοσίας των ορκωμοσιών
    αιτιατική την ορκωμοσία τις ορκωμοσίες
     κλητική ορκωμοσία ορκωμοσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορκωμοσία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁρκωμοσία < ὁρκωμότης < ὅρκος + ὄμνυμι (το <ω> (ὁρκωμοσία) εξηγείται με τον αρχαιοελληνικό φωνητικό νόμο της συνθετικής έκτασης)

Προφορά

ΔΦΑ : /oɾ.ko.moˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ορκωμοσία

Ουσιαστικό

ορκωμοσία θηλυκό

  • η τελετή κατά την οποία κάποιος ή κάποιοι δίνουν έναν επίσημο όρκο, όπως για παράδειγμα όταν κατατάσσονται στο στρατό, αποφοιτούν από πανεπιστημιακή σχολή, αναλαμβάνουν μια δημόσια θέση, αξίωμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη όρκος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.