ορκίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ορκίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ορκίζω
  2. θα ορκίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ορκίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ορκίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του όρκιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.