ανορεξιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανορεξιά οι ανορεξιές
      γενική της ανορεξιάς των ανορεξιών
    αιτιατική την ανορεξιά τις ανορεξιές
     κλητική ανορεξιά ανορεξιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανορεξιά < ανορεξία

Ουσιαστικό

ανορεξιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.