όβολο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | όβολο | τα | όβολα |
| γενική | του | όβολου | των | όβολων |
| αιτιατική | το | όβολο | τα | όβολα |
| κλητική | όβολο | όβολα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- όβολο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀβολός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈo.vo.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ό‐βο‐λο
Ουσιαστικό
όβολο ουδέτερο
Αναφορές
- όβολο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.