ωχ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ωχ < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο του αναστεναγμού)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈox/
Επιφώνημα
ωχ
- οχ (απλοποιημένη)
Συγγενικά
- όχου
- οχού
- βιβλιογραφικά δελτία ιδιωματικών τύπων του «ωχ» - Μνημεία νεοελληνικού λόγου @xanthi.islp.gr με δείγματα από το αρχείο των 3.700.000 περίπου δελτίων του του λεξικού ιδιωμάτων της Ακαδημίας ⌘ΙΛΝΕ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.