προωθητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προωθητικός η προωθητική το προωθητικό
      γενική του προωθητικού της προωθητικής του προωθητικού
    αιτιατική τον προωθητικό την προωθητική το προωθητικό
     κλητική προωθητικέ προωθητική προωθητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προωθητικοί οι προωθητικές τα προωθητικά
      γενική των προωθητικών των προωθητικών των προωθητικών
    αιτιατική τους προωθητικούς τις προωθητικές τα προωθητικά
     κλητική προωθητικοί προωθητικές προωθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προωθητικός < προωθώ

Επίθετο

προωθητικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με την προώθηση
  2. που συμβάλλει στην προώθηση
    προωθητικός πύραυλος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.