προωθητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προωθητικός | η | προωθητική | το | προωθητικό |
| γενική | του | προωθητικού | της | προωθητικής | του | προωθητικού |
| αιτιατική | τον | προωθητικό | την | προωθητική | το | προωθητικό |
| κλητική | προωθητικέ | προωθητική | προωθητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προωθητικοί | οι | προωθητικές | τα | προωθητικά |
| γενική | των | προωθητικών | των | προωθητικών | των | προωθητικών |
| αιτιατική | τους | προωθητικούς | τις | προωθητικές | τα | προωθητικά |
| κλητική | προωθητικοί | προωθητικές | προωθητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προωθητικός < προωθώ
Επίθετο
προωθητικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
προωθητικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.