ωράριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ωράριο | τα | ωράρια |
| γενική | του | ωραρίου & ωράριου |
των | ωραρίων |
| αιτιατική | το | ωράριο | τα | ωράρια |
| κλητική | ωράριο | ωράρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωράριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική horaire χρησιμοποιώντας την προδρομική μορφή της μεσαιωνική λατινική horarium (< λατινική hora < αρχαία ελληνική ὥρα) + -ο. Δεν σχετίζεται με τη μεσαιωνική ελληνική ὡράριον (μαντίλι) < λατινική orarium[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /oˈɾa.ɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ω‐ρά‐ρι‐ο
Ουσιαστικό
ωράριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ωράριο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.