ωογένεση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωογένεση οι ωογενέσεις
      γενική της ωογένεσης* των ωογενέσεων
    αιτιατική την ωογένεση τις ωογενέσεις
     κλητική ωογένεση ωογενέσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ωογενέσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ωογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oogenesis < αρχαία ελληνική ᾠόν + γένεσις (ωο- + γένεση) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /o.oˈʝe.ne.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ωογένεση

Ουσιαστικό

ωογένεση θηλυκό

Συγγενικά

  • ωογενής
  • μονοωογενής

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.