ᾠδικός

Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ᾠδικός ᾠδική τὸ ᾠδικόν
      γενική τοῦ ᾠδικοῦ τῆς ᾠδικῆς τοῦ ᾠδικοῦ
      δοτική τῷ ᾠδικ τῇ ᾠδικ τῷ ᾠδικ
    αιτιατική τὸν ᾠδικόν τὴν ᾠδικήν τὸ ᾠδικόν
     κλητική ! ᾠδικέ ᾠδική ᾠδικόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ᾠδικοί αἱ ᾠδικαί τὰ ᾠδικᾰ́
      γενική τῶν ᾠδικῶν τῶν ᾠδικῶν τῶν ᾠδικῶν
      δοτική τοῖς ᾠδικοῖς ταῖς ᾠδικαῖς τοῖς ᾠδικοῖς
    αιτιατική τοὺς ᾠδικούς τὰς ᾠδικᾱ́ς τὰ ᾠδικᾰ́
     κλητική ! ᾠδικοί ᾠδικαί ᾠδικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ᾠδικώ τὼ ᾠδικᾱ́ τὼ ᾠδικώ
      γεν-δοτ τοῖν ᾠδικοῖν τοῖν ᾠδικαῖν τοῖν ᾠδικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ᾠδικός < ᾠδ(ή) + -ικός

Επίθετο

ᾠδικός, -ή, -όν, συγκριτικός: ᾠδικώτερος, υπερθετικός:  ᾠδικότατος

  1. που αγαπά την ᾠδή
  2. που είναι ικανός να άδει, να τραγουδά, που είναι εξασκημένος στο τραγούδι

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ᾠδή

ως αντώνυμα:

  • ῥητορικός
  • ὀρχηστικός

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.